κράτος

κράτος
κράτος [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] κάρτος, εος, τό, both in Hom.; [dialect] Aeol. [full] κρέτος Alc.25:—
A strength, might, in Hom. esp. of bodily strength,

ἔπεφνε δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε Il.7.142

;

ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κ. ἐστὶ μέγιστον 13.484

, etc.; τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κ. ἐστίν this (i.e. τὸ βάψαι) is what gives strength to iron, Od.9.393: generally,

δικαία γλῶσσ' ἔχει κ. μέγα S.Fr.80

;

μηχανῆς ἔστω κ. A.Supp.207

; κατὰ κράτος with all one's might or strength,

πολιορκεῖσθαι Th.1.64

;

πολεμεῖν Pl. Lg.692d

;

ἐξελέγχεσθαι D.34.20

, etc.: freq. in phrase αἱρεῖν κατὰ κ. take by storm, Th.8.100, Isoc.4.119, etc.; also

ἀνὰ κράτος διώκειν X. Cyr.1.4.23

;

ἐλαύνειν Id.An.1.8.1

, etc.;

ἀπὸ κράτους D.S.17.34

; πρὸς ἰσχύος κράτος, opp. λόγῳ, S.Ph.594.
2 personified, K.

Βία τε A. Pr.12

; K.

καὶ Δίκη Id.Ch.244

.
II power, τοῦ γὰρ κ. ἐστὶ μέγιστον, of Zeus, Il.2.118, etc.;

τοῦ γὰρ κ. ἔστ' ἐνὶ οἴκῳ Od.1.359

, cf. Il.12.214;

Ζηνὸς κ. Pi.O.6.96

, cf. A.Pr.527 (lyr.); ἐκπίπτειν κράτους, of Zeus, ib. 948;

τὸ κ. τοῦ θεοῦ LXX Ps.61(62).11

, etc.: pl.,

ὑποχείριος κράτεσιν ἀρσένων A.Supp.393

(lyr.), cf. S.Ant.485; esp. of political power, rule, sovereignty,

ὁ μαιόμενος τὸ μέγα κρέτος ὀντρέψει τάχα τὰν πόλιν Alc.

l.c.;

τὸ κ. περιθεῖναί τινι Hdt.1.129

;

ἐς τὸ πλῆθος φέρειν τὸ κ. Id.3.81

; τὸ πᾶν κ. ἔχειν to be all-powerful, Id.7.3;

ἀρχὴ καὶ κ. τυραννικόν S.OC 373

; βασιλεὺς πρῶτος ἐν κράτει Ὀδρυσῶν ἐγένετο in real power, Th.2.29; later

τὸ κ. τῶν Ῥωμαίων POxy.41i2

(iii/iv A. D.): in pl.,

κράτη καὶ θρόνους S.Ant.173

, cf. OT586, etc.; θρόνων κράτη sovereign power, Id.Ant.166.
2 c. gen., power over,

τὸ Περσέων κ. ἔχοντα Hdt.3.69

;

τὸ κ. εἶχε τῆς στρατιῆς Id.9.42

;

πᾶν κ. ἔχων χθονός A.Supp.425

(lyr.);

τῶν ἄλλων δαιμόνων E.Tr.949

;

δὸς κ. τῶν σῶν δόμων A.Ch.480

;

δωμάτων ἔχειν κ. Ar.Th.871

;

τὸ τῆς θαλάσσης κ. Th.1.143

;

μετὰ κράτους τῆς γῆς Id.8.24

; ὧν ἂν ᾖ τὸ κ. τῆς γῆς whoever have possession of the land, Id.4.98
;

κ. ἔχειν ἑαυτοῦ Pl.Plt.273a

: pl.,

ἀστραπᾶν κράτη νέμων S.OT201

(lyr.).
3 of persons, a power, an authority,

Ἀχαιῶν δίθρονον κ. A.Ag.109

(lyr.), cf. 619, Th.127 (lyr.).
III mastery, victory, freq. in Hom., Il.1.509, 6.387, Od.21.280;

κ. ἄρνυσθαι S.Ph. 838

(lyr.);

νίκη καὶ κράτη A.Supp.951

; ἀέθλων κ. victory in . . , Pi.I. 8(7).4;

νίκη καὶ κ. τῶν δρωμένων S.El.85

; κ. ἀριστείας the meed of highest valour, Id.Aj.443;

νίκη καὶ κ. πολεμίων Pl.Lg.962a

;

κ. πολέμου καὶ νίκη D.19.130

.
IV Medic., in pl., ligaments, Hp.Mul. 2.167.
2 = ταρσός, back of the hand, Poll.2.144.
V Pythag. name for ten, Theol.Ar.59.—This word and its derivs. take two forms, κρατ- and καρτ-; the latter is mostly [dialect] Ep., as κάρτος, κάρτιστος, καρτύνω, but in κρατερός and καρτερός the reverse holds, v. κρατερός fin.; κρατέω, κρατύς have no form καρτ-. (κρατ- and καρτ- from kṛt-, weak form of κρετ-, cf. κρέτος, κρέσσων.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κράτος — strength neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • κράτος — το ους 1. οργανωμένη πολιτεία, οι αρχές, κυβέρνηση, διοίκηση. 2. δύναμη, ισχύς: Μεγάλο είναι το κράτος του νόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρατός — κρᾱτός , κράς head fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράτος — Κράτης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλη-κράτος — Ιδιότυπη μορφή κράτους που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Φαίνεται πλέον εξακριβωμένο ότι οι πρώτες πόλεις κράτη εμφανίστηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας, όπου για λόγους άμυνας οι πρώτοι Έλληνες άποικοι οργανώθηκαν σε στερεές αμυντικές θέσεις …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”